καταβαλλομένου

καταβαλλομένου
καταβάλλω
throw down
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφάκτρον — τὸ, Α φόρος που πλήρωναν οι θύτες («τὸ σφάκτρον τέλους ὄνομα ἦν ἐπὶ τοῡ καταβαλλομένου ὑπὲρ τῶν θυομένων οὕτως ἐπονομασθέν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. σφάζω + επίθημα τρον (πρβλ. πλῆκ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • φορολογικός — ή, ό / φορολογικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.) νεοελλ. φρ. α) «φορολογική απαλλαγή» (οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση τής υποχρέωσης ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”